- ερπηδών
- ἑρπηδών, ἡ (Α)1. το να έρπει κάποιος, το σύρσιμο2. μτφ. επίθεση, προσβολή, εισχώρηση («τὴν τῆς ἡδονῆς ἑρπηδόνα», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω + -ηδώνπρβλ. αλ-γηδών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
ՍՈՂՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0727 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 13c ա. ἐρπινώδης repens, serpens. Սողուն. ա. որ ինչ կարէ սողիլ որպէս զզեռունս եւ զճճիս. *Վէմն անգործ (կամ անգործելի) սողնական սկզբնաչար օձին. Անան. ի պետր.: *Զի թէ ճըճի մի փոքրագոյն եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)